λογχοδόκη

λογχοδόκη
η
δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο-δόκη, οψο-δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογχοθήκη — η η λογχοδόκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • λογχοφόριο — το [λογχοφόρος] η λογχοδόκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”